- λατινοήθης
- λατινοήθης, -ες (Μ)αυτός που ακολουθεί τα ήθη, τις συνήθειες τών Λατίνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λατῖνος + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. κακο-ήθης, χρηστο-ήθης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek